Καλούγκα

Καλούγκα
(Kaluga).Πόλη (339.300 κάτ. το 2000) της Δημοκρατίας της Ρωσίας και πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (29.900 τ. χλμ., 1.081.200 κάτ.). Βρίσκεται στην αριστερή όχθη του ποταμού Όκα και διαθέτει ένα μεγάλο και πολυσύχναστο ποτάμιο λιμάνι. Στην πόλη, που αποτελεί σημαντικό βιομηχανικό κέντρο, υπάρχουν βιομηχανίες μηχανοκατασκευών, χημικών προϊόντων, τροφίμων και παραγωγής δομικών υλικών. Λειτουργούν επίσης παιδαγωγικό ινστιτούτο, παράρτημα της ανώτερης τεχνολογικής σχολής της Μόσχας Ν.Ε. Μπάουμαν και πολλές τεχνικές σχολές. Μεταξύ των πιο αξιόλογων αρχιτεκτονικών μνημείων της συμπεριλαμβάνονται η εκκλησία Ποκρόφ (1687), η εκκλησία της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα (1709-17), ο καθεδρικός ναός της Αγίας Τριάδας (1786-1819) και το μέγαρο της Συνέλευσης των Ευγενών (1814-50). Ιδιόμορφα είναι τα μονώροφα ξύλινα σπίτια της πόλης που έχουν τρία παράθυρα. Στην Κ. υπάρχει αξιόλογο μουσείο αστροναυτικής καθώς επίσης και της τοπικής ιστορίας και λαογραφίας. Ιστορία. Η Κ. μνημονεύεται για πρώτη φορά το 1371 σε ένα έγγραφο του Λιθουανού πρίγκιπα Όλγκερντ. Toν 15o αι. ανήκε στο πριγκιπάτο της Μόσχας, ενώ από το 1508 έως το 1518 ήταν ανεξάρτητο πριγκιπάτο. Από τον 17o αι. άκμασε ως εμπορικό κέντρο. Το 1607 λειτούργησε ως έδρα εξέγερσης χωρικών, αρχηγός της οποίας ήταν ο I. Μπολόξνικοφ και το 1708 αποτέλεσε τμήμα του κυβερνείου της Μόσχας. Η πόλη κατελήφθη από τους Γερμανούς το 1941 αλλά απελευθερώθηκε τον ίδιο χρόνο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Γκλίνκα, Κονσταντίν Ντιμιτρίεβιτς — (Constantin Dimitryevich Glinka, 1867 – 1927). Ρώσος γεωλόγος. Αποφοίτησε το 1889 από τη σχολή φυσικής και μαθηματικών του πανεπιστημίου της Πετρούπολης, όπου εργάστηκε στη συνέχεια ως βοηθός στο τμήμα ορυκτολογίας, στο οποίο ήταν διευθυντής ο… …   Dictionary of Greek

  • Λεόντιεφ, Κονσταντίν Νικολάγεβιτς — (Konstantin Nikolaevich Leontiev, Κουντίνοβο, Καλούγκα 1831 – μοναστήρι Οπτίνα Πουστίινι 1891). Ρώσος στοχαστής. Αφού ολοκλήρωσε τις ιατρικές σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Μόσχας, έγινε στρατιωτικός γιατρός (πήρε εθελοντικά μέρος στον Κριμαϊκό …   Dictionary of Greek

  • Μιχαηλόφσκι, Νικολάι Κονσταντίνοβιτς — (Μεσκόφσκ, Καλούγκα 1842 – Πετρούπολη 1904). Ρώσος στοχαστής, δοκιμιογράφος και λογοτεχνικός κριτικός. Μέγας ιδεολόγος του «λαϊκισμού», έμεινε προσκολλημένος σε μια θετικιστική και αγνωστική φιλοσοφική αντίληψη. Αρνήθηκε την άποψη ότι η ρωσική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”